Σταθμοί Μέσα στο Χρόνο

Ι) Τα δεκάχρονά μας

Σχοινοβατώντας πάνω στη σκηνή
η ακροβασία μας
έγινε κιόλας δέκα χρόνων
πότε στους νόμους της βαρύτητας κουφή
και πότε με το άγχος του δαπέδου.
Αλλά,
στο σώμα της ανάμνησης, λείες οι γωνιές
κι οι αγωνίες εξοστρακισμένες.
Στο μάτι του φακού όλοι γελούν
μαντήλια ανεμελιάς κουνάνε
σε κείνον που αργά φυλλομετρά
τα άλμπουμ
και τους γνέφει από το μέλλον.
Εδώ, ψαύεις τη φάτσα σου την παιδική
και παρακάτω αναρωτιέσαι: «Αυτός πού να ‘ναι;».

Η Έφη κι ο Παναγιώτης στην Αμερική
Στην Ουγγαρία βρίσκεται η Άννα
Ο Γιώργος και ο Κώστας στο στρατό
Σε λίγες μέρες απολύεται ο Τάκης
Ηθοποιός σπουδάζει η Ραλλού
Χαθήκανε τα ίχνη της Ελίνας
Πολλοί χορέψανε του Ησαΐα το χορό
και τώρα τελευταία η Αντιόπη
Βασίλη το ‘βγαλε ο Γιώργος το μικρό
και σ’ ένα μήνα γίνεται διπλός κι ο Τάκης
Η Αθηνά απέκτησε μωρό
κι άντε, ας βρέξουμε ακόμα ένα πτυχίο.
Βήματα, πρόσωπα, ονόματα, στιγμές
μπερδεύονται με ρόλους και ατάκες
πάθη, εντάσεις και τραγούδια και χοροί
κι ένα ουζάκι στου κυρ-Παντελή το καφενείο.

Άλλους τους πήρανε οι δρόμοι της ζωής
κι άλλοι μετρούν μαζί τα δέκα χρόνια:
Η Βούλα, η Νεκταρία, η Βαγγελιώ
ο Γιώργος, ο Σωτήρης, ο Βαγγέλης
η Βάνα, ο Αντρέας, ο Θοδωρής
η Βάσω, ο Βασίλης, η Γιωργία…

Ακροβατούμε δέκα χρόνια συνεχώς
ανάμεσα στη λογική και στην απάτη
και για τον κίνδυνο έχει απλώσει ευτυχώς
το προστατευτικό της δίχτυ η αγάπη.

ΙΙ) Με τη συμπλήρωση των 15 χρόνων

Δεκαπέντε χρόνια!
(Σημείο έπαρσης το θαυμαστικό,
μπορεί και κόπωσης δηλωτικό.
Ας διαγραφεί καλύτερα).

Δεκαπέντε χρόνια.
(Τελεία;
Μοιάζει σα να προαναγγέλλει τέλος.
Ενώ τ’ αποσιωπητικά
αφήνουν δρόμους για τη μνήμη ανοιχτούς
και για τους υπαινιγμούς του μέλλοντος.
Αποσιωπητικά λοιπόν…)

Δεκαπέντε χρόνια…
Τα πιο πολλά «κατά θέρη και χειμώνας»
Μαλλιαροπούλειο-Φιλελλήνων και τανάπαλιν.
-Εκεί να στάζουν οι σκεπές
κι εδώ οι παλιές σωλήνες.
-Σώπα! Αρκεί ένα σφουγγάρι μικρό
ν’ απαλειφθούν οι σκληρές γωνιές.
Τι λέγαμε λοιπόν;
Ναι. Ο καιρός.

Δεκαπέντε χρόνια;
Στα πόσα άραγε να γερνάει η συλλογικότητα;
(Δεν χρειάζονται πια μαύρων μολυβιών σκιές
για τις ρυτίδες.
Κι αχ, εκείνη η υποψία φαλακρίτσας
που έγινε βεβαιότητα διευρυνόμενη…)
-Μην το λες. Θα ξαναγίνουμε παιδιά.
Κι αν ο ρόλος το καλεί
γέροι ασπρομάλληδες.
Στα δεκαπέντε χρόνια μας, μόλις που δρα-
σκελίζουμε το κατώφλι της εφηβείας.
Άσε με, λοιπόν, να τα πω όπως με βολεύουν.

Δεκαπέντε χρόνια:

-Τον σταματήσαμε το χρόνο στα νιάτα των φωτογραφιών.
-Τα γραφτά διατηρούν αλώβητη τη θερμοκρασία των λέξεων.
-Φίλοι πολλοί ταπεινώνουν τη δύναμη της λήθης, καθώς
βγαίνουν εν πομπή μέσα από τα φύλλα των προγραμμάτων.
-Χρωματίζουν τις μέρες μας οι ιριδισμοί των αφισσσών.
-Σφραγίζουν τον καθημερινό μας λόγο ατάκες έργων
προ πολλού κατεβασμένων.
-Πλήθος τα επώνυμα και τα βαφτιστικά στις ταυτότητές μας.
Και οι ιδιότητες:
Πότε βασιλιάς, πότε ζητιάνος.
Τη μια δάσκαλος, την άλλη μαθητής.
Ηθοποιός τώρα, μπογιατζής μετά.
Νέος σήμερα, αύριο γέρος.
Καταργήσαμε το χρόνο
και την πάλη των τάξεων!
-Υπάρχει μια δεύτερη ζωή μες τη ζωή μας.
Ο χώρος υπόγειος.
Εκεί σηκώνει κεφάλι η επιθυμία για το ανέφικτο.

Πλούτος ανεκτίμητος τα δεκαπέντε χρόνια μας.

Αλλά μη στέκεσαι στο άλμπουμ για πολύ!
Όσο ένα κόμμα να διαρκέσει η ημιανάπαυση των αναμνήσεων.
Πάρε το ρολό και το πλαστικό
τις βίδες και το καρφωτικό
τις κλωστές και τη βελόνα
τις καινούργιες ατάκες παραμάσχαλα.
Το νέο έργο έχει αρχίσει τις περιδινήσεις του
με τη συνεχώς αυξανόμενη ταχύτητα
κι αν δεν συντονιστούμε στους ρυθμούς του
θα βγει πατάτα…
-Ε, και; Καλές και οι πατάτες. Ιδιαίτερα οι τηγανιτές!

III) Μετά δύο δεκαετίες ζωής

ΟΤΑΝ, ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΗ ΤΟΥ 1984, ανεβήκαμε για πρώτη φορά στο σανίδι της σκηνής, κανένας από μας δεν μπορούσε να φανταστεί πως θα ‘ταν τόσο μακρύς ο δρόμος, γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώση…Αλλά και κανένας από τους πρώτους θεατές μας δεν θα μπορούσε να υπολογίσει πόσο μεγάλη ώθηση θα έδινε στους νεοσσούς του θεάτρου το πρώτο εκείνο –το γεμάτο επιείκεια και συμπάθεια- χειροκρότημά του…

(Ηθικόν δίδαγμα: Να χτυπάτε παλαμάκια μόνο όταν θέλετε να παραγγείλετε καφέ στο γκαρσόνι).

Και να που τώρα,είκοσι χρόνια μετά –με τις αποσκευές μας γεμάτες διαλόγους, κινήσεις, σκηνικά, κοστούμια, μουσικές, εικόνες- είμαστε έτοιμοι για καινούργια ταξίδια. Ή μάλλον, για να ακριβολογούμε, για μια νέα άσκηση ισορροπίας.

ΘΑ ΑΝΑΡΩΤΗΘΕΙΤΕ –και με το δίκιο σας- γιατί βάζουμε τον εαυτό μας τόσα χρόνια σε μια τέτοιας μορφής δοκιμασία. Έλα μου ντε…Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Και μάλιστα του ερασιτέχνη, που πάει κόντρα σ’ ό,τι δίνουν αξία οι καιροί: Δεν τον περιμένουν στο τέρμα του δρόμου ούτε χρήμα ούτε δόξα ούτε προαγωγές, ούτε οφίτσια. Καταθέτει τον ιδρώτα του –πολύν ιδρώτα- ολοχρονίς, ίσως «για ένα πουκάμισο αδειανό», που λέει κι ο ποιητής, ίσως για να φυλάξει μια γωνιά της ψυχής του ζεστή και να μπορούν να κουρνιάσουν εκεί μέσα όλα τα ειλικρινή συναισθήματα ίσως για να κρατήσει ζωντανή την ελπίδα για έναν κόσμο πιο ανθρώπινο ίσως για να βγάλει στο φως όλους εκείνους τους ήχους που συνωθούνται μέσα του και μένουν στα αζήτητα, γιατί όλοι τρέχουν πίσω από το σφύριγμα του κέρδους.

ΓιΆ αυτό, καλά-κακά, όλα τα έργα που ανεβάσαμε στα είκοσι χρόνια της ζωής μας, τα αγαπάμε το ίδιο. Αντιπροσωπεύει το καθένα μια σελίδα κοινής προσπάθειας και κοινών βιωμάτων, ένα επιπλέον βήμα στον ατέλειωτο αγώνα δρόμου για αυτογνωσία και ερμηνεία του κόσμου.

ΕΝΑ ΣΩΜΑΤΕΙΟ, βέβαια, που κινείται και δρα σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, δεν μπορεί να μένει αδιάφορο για όλα όσα συντελούνται γύρω του, έχοντας προσηλωμένο το ενδιαφέρον του σε μια μόνο μορφή δραστηριότητας. Συμμετέχουμε, λοιπόν, και σε πάμπολλες άλλες εκδηλώσεις πολιτιστικού ή κοινωνικού χαρακτήρα, επιθυμώντας διακαώς την ανάδειξη της Αρκαδίας, την ενεργό της παρουσία στα δρώμενα του τόπου μας, και με τέτοιον τρόπο που να μην αλλοιώνονται τα βασικά στοιχεία της φυσιογνωμίας της.

Βρισκόμαστε ήδη στο 23ο έτος μας κι ελπίζουμε να τα πούμε από ‘δώ και στα τριαντάχρονά μας.